ανάερος

ανάερος
η , ο
1) находящийся в воздухе, воздушный; 2) лёгкий, воздушный;

ανάερο κορμί — лёгкий стан;

3) безвоздушный; лишённый воздуха;
4) непроветренный;

ανάερο δωμάτιο — непроветренная комната


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανάερος" в других словарях:

  • ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… …   Dictionary of Greek

  • ανάερος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κινείται στον αέρα, μετέωρος: Το γεράκι στάθηκε για λίγο ανάερο. 2. ανάλαφρος, άυλος: Είχε ένα σώμα ανάερο, σχεδόν άυλο. 3. αυτός που δεν έχει αέρα, δεν αερίζεται καλά: Ένα δωμάτιο του σπιτιού ήταν ανάερο και δεν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»